Το κάρυ είναι μίγμα μπαχαρικών που παρασκευάζεται σε πολλές διαφορετικές εκδοχές, ανάλογα με την περιοχή, τις συνήθειες, τα μπαχαρικά και τις αναλογίες των συστατικών του.

Συνήθως περιέχει κουρκουμά, ο οποίος του προσδίδει χρυσοκίτρινο χρώμα, κιτρινόριζα, κόλιανδρο, κύμινο, μαύρο πιπέρι, τζίντζερ, πάπρικα, σιναπόσπορο, κανέλα, γαρίφαλο και κάρδαμο. Στην Ινδία υπάρχουν διαφορετικά μίγματα, ανάλογα με τη χρήση τους, πιο βαριά για το κρέας και πιο ελαφριά για τα θαλασσινά ή τα λαχανικά.

Στην πραγματικότητα, ο όρος κάρυ που χρησιμοποιείται από τους Ινδούς αναφέρεται σε όλα τα πιάτα με σάλτσα ή πιάτα ατμού που αρωματίζονται από το ειδικό μίγμα καρυκευμάτων. Αντίθετα, στη Δύση, όταν χρησιμοποιούμε τον όρο κάρυ, δεν αναφερόμαστε στο πιάτο αλλά στο μίγμα καρυκευμάτων.

Η αρχαιότερη γνωστή συνταγή για κάρυ βρέθηκε στη Μεσοποταμία, γραμμένη σε κείμενο σφηνοειδούς γραφής και χρονολογείται στο 1700 πΧ. Πιθανότατα ήταν μία προσφορά στο θεό Μαρδούκ.

Στην Ευρώπη και συγκεκριμένα στην Αγγλία του 1390, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ριχάρδου ΙΙ, γράφτηκε το πρώτο αγγλικό βιβλίο μαγειρικής με το όνομα «Η φόρμα του Κάρυ». Ο όρος “κάρυ” στα αρχαία αγγλικά προερχόταν από τη γαλλική λέξη “cuire” που σημαίνει μαγειρεύω και ψήνω και άρα χρησιμοποιούνταν για να μιλήσει γενικά για τη μαγειρική. Το κάρυ διαδόθηκε ακόμα πιο πολύ στην Αγγλία τον 19ο αιώνα κατά την περίοδο της Βρετανικής κατοχής της Ινδίας, η οποία βοήθησε στην εξοικείωση των Άγγλων με τις καυτές πικάντικες ινδικές γεύσεις.

 

Η διατροφή που περιέχει κάρυ μπορεί να συντελέσει στην πρόληψη της γήρανσης του εγκεφάλου, σύμφωνα με μελέτη που έγινε σε ηλικιωμένους Ασιάτες και δημοσιεύεται στο επιστημονικό έντυπο American Journal of Epidemiology.

Ταιριάζει απόλυτα με κοτόπουλο, πατατοσαλάτα, βραστά αυγά, γαρίδες και φυσικά με το ρύζι. Μπορεί ακόμη να χρησιμοποιηθεί σε ντρέσινγκς για σαλάτες, λαχανικά και σούπες.