Ο coriandrum sativum, δηλαδή ο κόλιανδρος, ανήκει στην οικογένεια των σεληνοειδών και μας είναι γνωστός από την αρχαιότητα. Το όνομά του προέρχεται από την ελληνική λέξη «κοριός», λόγω της δυσάρεστης οσμής του καρπού του. Σύμφωνα με τους ειδικούς, μπορεί και να απαντάται γύρω στο 5000 π.Χ. Λένε ακόμα ότιαναφέρεται σε σανσκριτικά κείμενα, σε αιγυπτιακούς τάφους και παπύρους. Σπόροι κόλιανδρου βρέθηκαν και σε τάφους της 21ης δυναστείας των Αιγυπτίων (1085-945 π.Χ.). Κάποιοι, μάλιστα, αναφέρουν ότι ο κόλιανδρος δέσποζε στους Κρεμαστούς Κήπους της Βαβυλώνας.

Ο κόλιανδρος έχει χρησιμοποιηθεί ανά τους αιώνες ως βότανο για την ανακούφιση από τους πόνους, τις κράμπες, τους σπασμούς, τη ναυτία, τη δυσπεψία και τις μολύνσεις από μύκητες. Το έλαιό, το οποίο παράγεται από τους σπόρους του, είναι σήμερα ένα από τα πλέον διαδεδομένα στον πλανήτη ενώ χρησιμοποιείται και ως συστατικό σε τρόφιμα του εμπορίου.

Ο κόλιανδρος, μυρωδικό διαδεδομένο στη μεσογειακή κουζίνα, φαίνεται ότι είναι σε θέση να εξολοθρεύει επικίνδυνα βακτήρια όπως το E. coli, η σαλμονέλα και το ιδιαίτερα ανθεκτικό υπερβακτήριο MRSA. Έχει αντιοξειδοτική δράση, ενώ τα φρέσκα φύλλα του έχουν χρησιμοποιηθεί στην κλασσική ιατρική για την καταπολέμηση του άγχους και συγκεκριμένα στην ιρανική ιατρική για την αϋπνία.

Οι αποξηραμένοι του καρποί έχουν άρωμα κύτρου όταν συνθλίβονται, λόγω της παρουσίας τερπενοειδών συστατικών. Μπορούν, επίσης, να χαρακτηριστούν καφτεροί, πικάντικοι και με γεύση πορτοκαλιού. Η συνηθέστερη χρήση των σπόρων είναι ως βασικό συστατικό στη σκόνη κάρι και ως αρωματικό στα καπνιστά κρέατα και τα λουκάνικα. Ο κόλιανδρος αποτελεί χαρακτηριστικό της αραβικής και της ινδικής κουζίνας, αλλά χρησιμοποιείται επίσης και σε ορισμένες βελγικές μπύρες και σε πολλά αρωματικά πιάτα. Στην κυπριακή γαστρονομία, οι σπόροι κόλιανδρου έχουν μια αδιαμφισβήτητη χρήση ως γαρνιτούρα στις πράσινες, τσακιστές ελιές.

Το βότανο παράγεται σήμερα σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, της Μέσης Ανατολής, της Βόρειας Αφρικής, την Ινδία, τον Καναδά και το Μεξικό.

Σε πολλές κουζίνες χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με άλλα μπαχαρικά και είναι ιδιαίτερα δημοφιλής στην κυπριακή μαγειρική. Στην ελληνική κουζίνα το χρησιμοποιούμε σε σούπες, φαγητά κατσαρόλας, όπως πατάτες γιαχνί, αλλά και στα ψητά, προσθέτοντας άλλοτε ολόκληρους σπόρους και άλλοτε κοπανισμένους. Για πιο έντονη γεύση, καβουρντίστε ελαφρά πριν προσθέσετε στο φαγητό.