Πρόκειται για τους αποξηραμένους καρπούς του είδους P. Longum της οικογένειας Piperaceae με προέλευση τη Νότια Ασία. Είναι συγγενές με το είδος P. nigrum από το οποίο προέρχεται το μαύρο πιπέρι.

Είναι ένα λεπτό αναρριχητικό φυτό με σκούρα οβάλ οδοντωτά φύλλα, σε σχήμα καρδιάς. Μέσα στο κάθε λουλούδι υπάρχουν μικροσκοπικές ακίδες που μοιάζουν με μικρά ραβδιά με μέγεθος περίπου όσο αυτό που έχει ο παπαρουνόσπορος. Αυτές οι ακίδες είναι κόκκινες όταν ωριμάζουν και γίνονται μαύρες όταν αποξηραίνονται και είναι, πια, έτοιμες να χρησιμοποιηθούν ως μπαχαρικό.

Το μακρυπίπερο ήταν γνωστό στην Ευρώπη, πριν ακόμα φτάσει το μαύρο πιπέρι. Υπάρχουν αναφορές στον Ιπποκράτη, τον Θεόφραστο και τον Πλίνιο. Έγινε λιγότερο δημοφιλές όταν ο Κολόμβος έφερε στην Ευρώπη το πιπέρι και τις πιπεριές τσίλι.
Η χρήση του μακροπίπερου είναι εξαιρετικά σπάνια στην ευρωπαϊκή κουζίνα αλλά συνηθίζεται στην Ινδική, Ινδονησιακή και Μαλαισιανή κουζίνα. Συναντάται σε διάφορα μίγματα στο Μαρόκο και την Αιθιοπία όπου είναι κύριο συστατικό του μίγματος μπαχαρικών Berebere.

Εκτός από τη χρήση των αποξηραμένων καρπών στη μαγειρική, χρησιμοποιούνται για φαρμακευτικούς λόγους οι καρποί και οι ρίζες.

Αποτελεί το κύριο συστατικό του γνωστού σπρέι πιπεριού που χρησιμοποιείται για λόγους αυτοάμυνας, ενώ στην Ινδία η ρίζα του φυτού χρησιμοποιείται στην παραγωγή μπύρας.

Αρωματίζει, εξαιρετικά, κρέας, αγκινάρες, σπαράγγια και μανιτάρια. Ταιριάζει με διάφορες ποικιλίες πικάντικων τυριών και κρασιών. Στην Ταϋλάνδη το βάζουν στις σούπες και τα τηγανητά και στην Αιθιοπία στο στιφάδο. Συνδυάζεται με όλα τα μπαχαρικά και τα βότανα.