Η λέξη παπαρούνα αποτελεί κοινή ονομασία των 100 περίπου ειδών του γένους Μήκων (Papaver) της οικογένειας των Μηκωνοειδών (Papaveraceae). Πρόκειται για ποώδες, αγγειόσπερμο και δικότυλο φυτό που φύεται σε περιοχές με εύκρατο ή ψυχρό κλίμα. Στην Ελλάδα υπάρχουν παραπάνω από δέκα είδη παπαρούνας. Πιο διαδομένη η είναι η παπαρούνα Μήκων η Ροιάς (Rhoeas), το γνωστό κοκκινόμαυρο λουλούδι που δημιουργεί διάθεση για ύπνο. Από το γαλακτικό χυμό της οπιούχας παπαρούνας (Papaver somniferum) που είναι αυτοφυής στην Ελλάδα προέρχεται το όπιο. Στην Ινδία χρησιμοποιείται ως ενυδατική κρέμα δέρματος ένα φυσικό μείγμα από γάλα και παπαρουνόσπορους.
Το φυτό με τα πανέμορφα κατακόκκινα πέταλα καλλιεργείται από τα πανάρχαια χρόνια από τους αρχαίους λαούς της Περσίας, της Αιγύπτου και της Μεσοποταμίας, από τους Έλληνες και τους Ρωμαίους.

Τα πρώτα γραπτά στοιχεία για την παπαρούνα αναφέρονται σε κείμενο των Σουμερίων που χρονολογείται στο 4000 π.Χ. Οι Σουμέριοι τη θεωρούσαν «λουλούδι της χαράς», πιθανότατα επειδή χρησιμοποιούσαν την οπιούχα παπαρούνα.

Οι αρχαίοι Έλληνες αθλητές έβαζαν παπαρουνόσπορους και μέλι στο κρασί τους για να είναι εύρωστοι και υγιείς. Η παπαρούνα εμφανίζεται και στην ελληνική μυθολογία. Η ύπαρξη της αποδίδεται στη θεά Δήμητρα, η οποία δημιούργησε το φυτό για να απαλύνει τη θλίψη της όταν η κόρη της Περσεφόνη πήγαινε για 6 μήνες κάθε χρόνο στον Κάτω Κόσμο για να συναντήσει τον Πλούτωνα. Εκτός από τη Δήμητρα και ο θεός Ύπνος είναι συνδεδεμένος με την παπαρούνα, καθώς απεικονίζεται να κρατάει παπαρούνες ή να είναι στεφανωμένος με αυτές.

Οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν τους χυμούς του φυτού για να απαλύνουν τον πόνο που προκαλείται από τον έρωτα. Ο ποιητής Βιργίλιος την αποκαλεί «παπαρούνα της Λήθης».
Οι παπαρουνόσποροι ολόκληροι ή λιωμένοι χρησιμοποιούνται στη μαγειρική και αρτοποιία, όπου αποτελούν συστατικό στα παξιμάδια, στο ψωμί, στα κέικ, στα μπισκότα και στα στρούντελ. Στη μαγειρική, οι παπαρούνες βράζονται και προστίθενται στις σαλάτες και στις χορτόπιτες.
Χρησιμοποιείται στην κουζίνα όπως πολλοί άλλοι ελαιώδεις σπόροι. Το χρώμα του ποικίλλει από το λευκό έως το μαύρο. Χρησιμοποιείται συνήθως ολόκληρος αλλά και κοπανισμένος. Γενικά, αποφεύγετε να αγοράζετε έτοιμο κοπανισμένο παπαρουνόσπορο, γιατί η έκθεση των ελαίων στην ατμόσφαιρα, έχει σαν αποτέλεσμα να ταγγίζουν εύκολα. Η χρήση του είναι διαδεδομένη πιο πολύ στις χώρες της βόρειας Ευρώπης, καθώς και στην Ασία, όπου ευδοκιμεί το φυτό. Πολύ συχνά τον βρίσκουμε σε συνδυασμό με εσπερειδοειδή, πολτοκάλι ή λεμόνι, σε διάφορα γλυκά ή αλμυρά παρασκευάσματα.

Πολύ συχνή είναι η χρήση του σε παρασκευάσματα ζύμης. Στην Αυστρία, μαλακώνουν τους σπόρους στο γάλα και μαζί με τρίμμα φλούδας πορτοκαλιών, τους χρησιμοποιούν ως γέμιση σε στρούντελ.

Στην Ουγγαρία, αποτελεί τη γέμιση του χαρακτηριστικού χριστουγεννιάτικου γλυκού της τοπικής κουζίνας, ενός ρολού απο παντεσπάνι με το όνομα beigli.

Στην Ιταλία, τον συναντάμε σε συνταγές του Trentino-Alto Adige, που ούτως ή άλλως συγγενεύει με την γειτονική Αυστρία ως προς την κουζίνα, αλλά και ως προς την κουλτούρα γενικότερα.

Στην Εβραϊκή κουζίνα, υπάρχει ενα γλυκάκι με το δύσκολο όνομα hamantaschen (δηλαδή “οι τσέπες του Haman”), το οποίο καταναλώνεται κατά τη γιορτή του Purim και έχει γέμιση απο παπαρουνόσπορο (υπάρχει και η παραλλαγή με γέμιση μαρμελάδας).

Στην Ιαπωνία αποτελεί βασικό συστατικό του λεγόμενου shichimi togarashi, που είναι ένα άρτυμα για σούπες, ζυμαρικά ή φαγητά κατσαρόλας; το shichimi togarashi, αποτελείται απο 7 υλικά: φλούδα πορτοκαλιού (ή μανταρινιού),  σουσάμι (άσπρο και μαύρο), σπόρους καναβουριού, φύκια νόρι, καυτερή πιπερίτσα, πιπέρι Σετσουάν και παπαρουνόσπορο. Ο παπαρουνόσπορος από την λευκή ποικιλία της παπαρούνας, συμπεριλαμβάνεται στα συστατικά του ινδικού κάρυ.
Δοκιμάστε τον  παπαρουνόσπορο, εκτός από την πιο διαδεδομένη χρήση του ως διακοσμητικό σε αρτοπαρασκευάσματα, σε γλυκά, σε ζυμαρικά, σε σαλάτες και σε σούπες.
Συνιστάται να καταναλώνεται με προσοχή από άτομα που πάσχουν από πυρετό εκ χόρτου (ανοιξιάτικη αλλεργία)
Συνδυάζονται με μπαχάρι, κάρδαμο, κανέλα, γαρίφαλο, κόλιανδρο, τζίντζερ, μοσχοκάρυδο, σουσάμι και σουμάκ.